μικρόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
(6_19)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μικρόπους''': ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372.
|lstext='''μικρόπους''': ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372.
}}
{{grml
|mltxt=[[μικρόπους]] και ποιητ. τ. αρσ. [[μικρόπος]], -ουν (Μ)<br />αυτός που έχει μικρά πόδια, [[μικροπόδαρος]], [[κοντοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-[[πους]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόπους Medium diacritics: μικρόπους Low diacritics: μικρόπους Capitals: ΜΙΚΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: mikrópous Transliteration B: mikropous Transliteration C: mikropous Beta Code: mikro/pous

English (LSJ)

ουν, gen. ποδος,

   A small-footed, Eust. 1502.26.

Greek (Liddell-Scott)

μικρόπους: ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372.

Greek Monolingual

μικρόπους και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, -ουν (Μ)
αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + πούς (πρβλ. μεγαλό-πους)].