πολιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[πολιός]], ὁ [[ἄνθρωπος]] πολιοῦται [[μόνος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 32· πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 13, 5· τὴν πεπολ. [[τρίχα]] Κλήμ. Ἀλ. 262· μεταφ., τῇ συνέσει πεπολιωμένος Achmes Ὀνειροκρ. σ. 19, 30. | |lstext='''πολιόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[πολιός]], ὁ [[ἄνθρωπος]] πολιοῦται [[μόνος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 32· πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 13, 5· τὴν πεπολ. [[τρίχα]] Κλήμ. Ἀλ. 262· μεταφ., τῇ συνέσει πεπολιωμένος Achmes Ὀνειροκρ. σ. 19, 30. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολιόομαι:''' становиться седым, седеть: πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arst. первыми седеют виски. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
πολιόομαι: παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι πολιός, ὁ ἄνθρωπος πολιοῦται μόνος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 32· πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 13, 5· τὴν πεπολ. τρίχα Κλήμ. Ἀλ. 262· μεταφ., τῇ συνέσει πεπολιωμένος Achmes Ὀνειροκρ. σ. 19, 30.
Russian (Dvoretsky)
πολιόομαι: становиться седым, седеть: πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arst. первыми седеют виски.