πηδητής: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(6_19)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
|lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[πηδώ]]<br />αυτός που πηδά, που έχει την [[ικανότητα]] να πηδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b><br />νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα [[πίσω]] πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδητής Medium diacritics: πηδητής Low diacritics: πηδητής Capitals: ΠΗΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pēdētḗs Transliteration B: pēdētēs Transliteration C: piditis Beta Code: phdhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).