γέντα: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(6_21) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γέντα''': τά, = ἔντερα, Καλλ. Ἀποσπ. 309, Νίκ. Ἀλ. 62, 569. | |lstext='''γέντα''': τά, = ἔντερα, Καλλ. Ἀποσπ. 309, Νίκ. Ἀλ. 62, 569. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γέντα]], τα (AM)<br />έντερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για λ. θρακικής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το [[γαστήρ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
τά,
A = ἔντερα, Call.Fr.309, Nic.Al.62,557; = κρέα, σπλάγχνα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 484] τά (nach Eust. thraeisch, vgl. ἔντος), Eingeweide, Fleisch, Call. frg. 409; Nic. Al. 62. 569; VLL. σπλάγχνα.
Greek (Liddell-Scott)
γέντα: τά, = ἔντερα, Καλλ. Ἀποσπ. 309, Νίκ. Ἀλ. 62, 569.
Greek Monolingual
γέντα, τα (AM)
έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για λ. θρακικής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το γαστήρ].