ἑστιατήριον: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_21) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστιᾱτήριον''': τό, [[δειπνητήριον]], ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605. | |lstext='''ἑστιᾱτήριον''': τό, [[δειπνητήριον]], ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑστιατήριον]], τὸ (Α)<br />[[τόπος]] καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>εστιατόριον</i> αναλογικώς [[προς]] τα ουσ. σε -<i>τήριον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εργασ</i>-<i>τήριον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A banqueting-hall, Rev. Épigr.1.239 (Naples, ii A. D.), Philostr.VS2.23.
German (Pape)
[Seite 1044] τό, der Speisesaal, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιᾱτήριον: τό, δειπνητήριον, ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605.
Greek Monolingual
ἑστιατήριον, τὸ (Α)
τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον)].