κτίσμα: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτίσμα''': τό, ([[κτίζω]]) [[τόπος]] κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, [[ἀποικία]], Κνιδίων [[κτίσμα]] Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59˙ Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = [[κτίσις]] ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = [[κτίσις]] Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50. | |lstext='''κτίσμα''': τό, ([[κτίζω]]) [[τόπος]] κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, [[ἀποικία]], Κνιδίων [[κτίσμα]] Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59˙ Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = [[κτίσις]] ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = [[κτίσις]] Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fondation, établissement;<br /><b>2</b> créature.<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A colony, foundation, Call.Aet.Oxy.2080.77; Παρίων Str.7.5.5, cf. D.H.1.59; Λακωνικὸν κ. Str.5.3.6; also, of a temple, J.BJ2.6.1: generally, building, PSI1.84.8 (pl., iv/v A.D.). 2 = κτίσις 11, LXX Wi.9.2 (pl.), 3 Ma.5.11, Ep.Jac.1.18. II = κτίσις 1.1, Eust.1382.50.
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das Gegründete, Gebau'te, die Gründung, von Städten, Strab. VII. 315 u. A. – Das Geschaffene, die Creatur, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κτίσμα: τό, (κτίζω) τόπος κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, ἀποικία, Κνιδίων κτίσμα Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59˙ Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = κτίσις ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = κτίσις Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 fondation, établissement;
2 créature.
Étymologie: κτίζω.