δούπημα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_21)
(big3_12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δούπημα''': τό, [[βρόντημα]], [[κρότος]], δ. βροντῶν Χρησμ. Σιβ. 8. 433.
|lstext='''δούπημα''': τό, [[βρόντημα]], [[κρότος]], δ. βροντῶν Χρησμ. Σιβ. 8. 433.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fragor]], [[retumbo]] δουπήματα βροντῶν <i>Orac.Sib</i>.8.432.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 662] τό, = δοῦπος, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

δούπημα: τό, βρόντημα, κρότος, δ. βροντῶν Χρησμ. Σιβ. 8. 433.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fragor, retumbo δουπήματα βροντῶν Orac.Sib.8.432.