τρίχαλκον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίχαλκον''': τό, [[νόμισμα]] ἰσοδύναμον πρὸς [[τρεῖς]] [[χαλκοῦς]], τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης [[τρίχαλκον]] Θεοφρ. Χαρ. 10. | |lstext='''τρίχαλκον''': τό, [[νόμισμα]] ἰσοδύναμον πρὸς [[τρεῖς]] [[χαλκοῦς]], τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης [[τρίχαλκον]] Θεοφρ. Χαρ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />pièce de trois chalques.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χαλκοῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A a coin worth three χαλκοῖ, Thphr.Char.10.6, IG42(1).109 iii 128 (Epid., iii B. C.), 5(1).1433.33 (Messene), Vitr.3.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχαλκον: τό, νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς χαλκοῦς, τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης τρίχαλκον Θεοφρ. Χαρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pièce de trois chalques.
Étymologie: τρεῖς, χαλκοῦς.