κάς: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6_21) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάς''': τὸ δέρμα, Ἡσύχ. ΙΙ.«Κύπριοι ἀντὶ τοῦ καί», ὁ αὐτ.―Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου τῆς Κύπρου, [[πολλάκις]], Cau. 118, ἴδε Συναγ. Λ. Ἀθ. Κουμανούδη ἐν λ. | |lstext='''κάς''': τὸ δέρμα, Ἡσύχ. ΙΙ.«Κύπριοι ἀντὶ τοῦ καί», ὁ αὐτ.―Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου τῆς Κύπρου, [[πολλάκις]], Cau. 118, ἴδε Συναγ. Λ. Ἀθ. Κουμανούδη ἐν λ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ἑκάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 3 January 2019
English (LSJ)
A skin, Hsch. II Cyprian for καί, Id., cf. Inscr.Cypr.135.1 H. (Idalion); also Arc., IG5(2).261, 262 (Mantinea, v B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κάς: τὸ δέρμα, Ἡσύχ. ΙΙ.«Κύπριοι ἀντὶ τοῦ καί», ὁ αὐτ.―Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου τῆς Κύπρου, πολλάκις, Cau. 118, ἴδε Συναγ. Λ. Ἀθ. Κουμανούδη ἐν λ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἑκάς.