μήδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_21)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μήδιον''': τό, [[φυτόν]] τι, [[ἴσως]] campanula, Διοσκ. 4. 18.
|lstext='''μήδιον''': τό, [[φυτόν]] τι, [[ἴσως]] campanula, Διοσκ. 4. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[μήδιον]] και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)<br />[[είδος]] φυτού, ίσως η [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με το [[μήδιος]], ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η [[υπόθεση]] ότι και οι δύο τύποι [[μήδιον]] και [[μήδιος]] συνδέονται με το <i>Μῆδος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήδιον Medium diacritics: μήδιον Low diacritics: μήδιον Capitals: ΜΗΔΙΟΝ
Transliteration A: mḗdion Transliteration B: mēdion Transliteration C: midion Beta Code: mh/dion

English (LSJ)

τό, a plant,

   A Campanula lingulata, Dsc.4.18:—written μήδειον, Zopyr. ap. Orib.14.16.2, etc.; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 171] τό, ein Kraut, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήδιον: τό, φυτόν τι, ἴσως campanula, Διοσκ. 4. 18.

Greek Monolingual

μήδιον και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)
είδος φυτού, ίσως η μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το μήδιος, ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η υπόθεση ότι και οι δύο τύποι μήδιον και μήδιος συνδέονται με το Μῆδος].