ὀκτάπηχυς: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_22) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτάπηχῠς''': υ, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ὀκτὼ πήχεων, Πολύβ. 5. 89, 6, Στράβ. 170. | |lstext='''ὀκτάπηχῠς''': υ, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ὀκτὼ πήχεων, Πολύβ. 5. 89, 6, Στράβ. 170. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υ (Α [[ὀκτάπηχυς]] και [[ὀκτώπηχυς]] και, δωρ. τ. [[ὀκτάπαχυς]])<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[οκτώ]] πήχεων («δοκὸς [[ὀκτάπηχυς]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πήχυς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A eight cubits long, δοκός Inscr.Délos 290.174 (iii B. C.), Callix.2, cf. LXX 3 Ki.7.47(10), Plb.5.89.6, Str.3.5.5.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Ellen; gen. ὀκταπήχους Pol. 5, 89, 6; ὀκταπήχεσι, Callix. bei Ath. V, 196 e; ἄγαλμα ὀκτάπηχυ, ib. 198 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάπηχῠς: υ, ὁ ἔχων μῆκος ὀκτὼ πήχεων, Πολύβ. 5. 89, 6, Στράβ. 170.
Greek Monolingual
-υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς)
αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς].