ψαλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_22)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾰλίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψαλίς]], ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ψαλίδι», Προκοπ. Ἱστ. σ. 468, Ἰω. Μοσχ. Λειμωνάρ. σ. 1108Β, κλπ.
|lstext='''ψᾰλίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψαλίς]], ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ψαλίδι», Προκοπ. Ἱστ. σ. 468, Ἰω. Μοσχ. Λειμωνάρ. σ. 1108Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και ψαλλίδιον Μ<br /><b>βλ.</b> [[ψαλίδι]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλίδιον Medium diacritics: ψαλίδιον Low diacritics: ψαλίδιον Capitals: ΨΑΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: psalídion Transliteration B: psalidion Transliteration C: psalidion Beta Code: yali/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό,

   A pair of scissors, POxy.1289.5,6 (v A. D.).    2 as pr. name, Scissors, nickname of Alexander Logotheta, because he clipped the coins, Procop.Arc.26, Goth.3.1.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, dim. von ψαλίς, Ar. bei Poll. 7, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ψαλίς, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ψαλίδι», Προκοπ. Ἱστ. σ. 468, Ἰω. Μοσχ. Λειμωνάρ. σ. 1108Β, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και ψαλλίδιον Μ
βλ. ψαλίδι.