σπογγίον: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
(6_22) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπογγίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπόγγος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε [[σπόγγος]] ἐν τέλ. | |lstext='''σπογγίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπόγγος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε [[σπόγγος]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σφογγίον]], τὸ, Α [[σπόγγος]], [[σφόγγος]]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σπόγγος]], [[σφουγγαράκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιθέματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197. II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.