Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρύγος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_22)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρύγος''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[τρύγη]], Γουδ. Ἐτυμ. 536· [[τρύγος]], ὁ, «[[τρυγητός]]· ὁ [[τρύγος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τρύγος''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[τρύγη]], Γουδ. Ἐτυμ. 536· [[τρύγος]], ὁ, «[[τρυγητός]]· ὁ [[τρύγος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />η [[συγκομιδή]] ώριμων καρπών και [[ιδίως]] τών σταφυλιών, ο [[τρυγητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εποχή]] του τρυγητού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπήκαμε στον τρύγο» — αρχίσαμε τον τρυγητό<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[θέρος]], [[τρύγος]], [[πόλεμος]]» — λέγεται για περιστάσεις [[κατά]] τις οποίες απαιτείται έντονη [[προσπάθεια]], αυξημένη [[δραστηριότητα]].———————— <b>(II)</b><br />το, ΝΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[τρυγητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[τρύγη]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγος Medium diacritics: τρύγος Low diacritics: τρύγος Capitals: ΤΡΥΓΟΣ
Transliteration A: trýgos Transliteration B: trygos Transliteration C: trygos Beta Code: tru/gos

English (LSJ)

τό, later form for τρύγη, Et.Gud.536, Antioch.Astr. in

   A Cat. Cod.Astr.7.126, Gloss.; τρύγος, ὁ, Hsch. s.v. τρυγητός.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, spätere Form statt τρύγη, Spohn Niceph. Blemm. p. 41.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγος: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τρύγη, Γουδ. Ἐτυμ. 536· τρύγος, ὁ, «τρυγητός· ὁ τρύγος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η συγκομιδή ώριμων καρπών και ιδίως τών σταφυλιών, ο τρυγητός
νεοελλ.
1. η εποχή του τρυγητού
2. φρ. «μπήκαμε στον τρύγο» — αρχίσαμε τον τρυγητό
3. παροιμ. φρ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» — λέγεται για περιστάσεις κατά τις οποίες απαιτείται έντονη προσπάθεια, αυξημένη δραστηριότητα.———————— (II)
το, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
νεοελλ.
ο τρυγητός
αρχ.
η τρύγη.