διερῶ: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διερῶ''': χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ [[διείρηκα]] ὡς πρκμ. τοῦ [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]], ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, [[ὡρισμένως]], ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ [[νόμος]] Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι [[αὐτόθι]] 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ [[διαταγή]], ὁ αὐτ. 219. 23. | |lstext='''διερῶ''': χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ [[διείρηκα]] ὡς πρκμ. τοῦ [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]], ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, [[ὡρισμένως]], ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ [[νόμος]] Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι [[αὐτόθι]] 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ [[διαταγή]], ὁ αὐτ. 219. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>fut. de</i> [[διείρω]] <i>et de</i> *διέρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
serving as fut., διείρηκα as pf., of διαγορεύω (διεῖπον (q. v.), being aor.):—
A say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg.809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην Pl.Lg.932e: pf. διείρημαι ib.813a, etc.; διειρημένον it having been expressly stated, D.17.28.
Greek (Liddell-Scott)
διερῶ: χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ διείρηκα ὡς πρκμ. τοῦ διαγορεύω (διεῖπον, ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, ὡρισμένως, ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ νόμος Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι αὐτόθι 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ διαταγή, ὁ αὐτ. 219. 23.
French (Bailly abrégé)
fut. de διείρω et de *διέρω.