κρούνωμα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_22) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρούνωμα''': τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = [[κρουνός]], Ἐμπεδ. 161. | |lstext='''κρούνωμα''': τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = [[κρουνός]], Ἐμπεδ. 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρούνωμα]], τὸ (Α)<br />[[μεγάλη]] [[ποσότητα]] [[αφθονία]] («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει [[κρούνωμα]] βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αέτ</i>-<i>ωμα</i>, <i>κεφάλ</i>-<i>ωμα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.
Greek Monolingual
κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτ-ωμα, κεφάλ-ωμα)].