ὑπόκαυστον: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(6_21) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόκαυστον''': τό, θολωτὸς [[θάλαμος]] λουτρῶνος θερμαινόμενος [[κάτωθεν]] δι’ ὑποκαύστρας, Λατινικ. vaporarium, Βιτρούβ. 5. 10, Πλινίου Ἐπιστ. 2. 17˙ ἐπὶ οἴκου θερμαινομένου δι’ ὑποκαύστρας, ἐν ὑποκαύστῳ οἴκῳ τὴν δίαιταν εἶχον Ἐπιφάν. τόμ. 1, σελ. 459D, πρβλ. [[πυριατήριον]]. 2) ἡ ὑπὸ τοιοῦτον [[θάλαμον]] [[ὑποκαύστρα]], Οὐλπ. | |lstext='''ὑπόκαυστον''': τό, θολωτὸς [[θάλαμος]] λουτρῶνος θερμαινόμενος [[κάτωθεν]] δι’ ὑποκαύστρας, Λατινικ. vaporarium, Βιτρούβ. 5. 10, Πλινίου Ἐπιστ. 2. 17˙ ἐπὶ οἴκου θερμαινομένου δι’ ὑποκαύστρας, ἐν ὑποκαύστῳ οἴκῳ τὴν δίαιταν εἶχον Ἐπιφάν. τόμ. 1, σελ. 459D, πρβλ. [[πυριατήριον]]. 2) ἡ ὑπὸ τοιοῦτον [[θάλαμον]] [[ὑποκαύστρα]], Οὐλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ,Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόκαυστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A the hot-air space under the sweating-room in a bathing establishment, hypocaust, Plin.Ep.2.17, Stat.Silv.1.5.59.
German (Pape)
[Seite 1219] τό, ein gewölbter Ort, der unterwärts durch einen Heerd geheizt wird, bes. in den Bädern, das lat. vaporarium. Auch ein solcher unter der Badstube angebrachter Ofen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκαυστον: τό, θολωτὸς θάλαμος λουτρῶνος θερμαινόμενος κάτωθεν δι’ ὑποκαύστρας, Λατινικ. vaporarium, Βιτρούβ. 5. 10, Πλινίου Ἐπιστ. 2. 17˙ ἐπὶ οἴκου θερμαινομένου δι’ ὑποκαύστρας, ἐν ὑποκαύστῳ οἴκῳ τὴν δίαιταν εἶχον Ἐπιφάν. τόμ. 1, σελ. 459D, πρβλ. πυριατήριον. 2) ἡ ὑπὸ τοιοῦτον θάλαμον ὑποκαύστρα, Οὐλπ.
Greek Monolingual
τὸ,Α
βλ. ὑπόκαυστος.