λιπόγεως: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_22)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόγεως''': -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.
|lstext='''λῐπόγεως''': -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόγεως]], -ων (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] γης, που στερείται γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> ([[άλλη]] [[μορφή]] στην ιων. -αττ. του θ. της λ. <i>γῆ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγεως: -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.

Greek Monolingual

λιπόγεως, -ων (Α)
αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γεως (άλλη μορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύ-γεως, λεπτό-γεως].