κατορρωδέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατορρωδέω''': Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ. | |lstext='''κατορρωδέω''': Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> frissonner de peur;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> trembler devant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρρωδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. καταρρ- (q. v.),
A fear, dread, c. acc., Plb. 14.1.5, Luc.Dem.Enc.3: abs., to be afraid, μή . . Plb.10.3.5, cf. Onos.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
κατορρωδέω: Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι μεγάλως, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. frissonner de peur;
2 tr. trembler devant, acc..
Étymologie: κατά, ὀρρωδέω.