κρατευταί: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰτευταί''': -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν [[κρεῶν]]» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― [[ὡσαύτως]] κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97. | |lstext='''κρᾰτευταί''': -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν [[κρεῶν]]» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― [[ὡσαύτως]] κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />sorte de chenets en pierre <i>ou</i> en fer pour soutenir la broche.<br />'''Étymologie:''' [[κρατέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ῶν, οἱ,
A stone or metal blocks on which a spit rests, Il.9.214, cf. Sch., Paus.Gr.Fr.236; μολύβδινοι κ. Eup.171, cf. IG22.1425.388 (written κραδευταί ib.1425.415, 1541.20). 2 in Archit., stones which support a pavement, ib.7.3073.105, al.(Lebad.). 3 leaden pigs of specified weight, IG12.371.13.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτευταί: -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν κρεῶν» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, ἔνθα ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― ὡσαύτως κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, Πολυδ. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
sorte de chenets en pierre ou en fer pour soutenir la broche.
Étymologie: κρατέω.