ματαιόφημος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
(6_23)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματαιόφημος''': μάταια ληρῶν, [[φλύαρος]], Φώτ. ἐν λέξ. [[λῆρος]].
|lstext='''ματαιόφημος''': μάταια ληρῶν, [[φλύαρος]], Φώτ. ἐν λέξ. [[λῆρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιόφημος]], -ον (Α)<br />αυτός που λέει [[μάταια]], απερίσκεπτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υστερό</i>-<i>φημος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιόφημος Medium diacritics: ματαιόφημος Low diacritics: ματαιόφημος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: mataióphēmos Transliteration B: mataiophēmos Transliteration C: mataiofimos Beta Code: mataio/fhmos

English (LSJ)

ον,

   A = ματαιολόγος, Phot.s.v. λῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόφημος: μάταια ληρῶν, φλύαρος, Φώτ. ἐν λέξ. λῆρος.

Greek Monolingual

ματαιόφημος, -ον (Α)
αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φημος (< φήμη), πρβλ. υστερό-φημος].