γυμνοσπέρματος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_23)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυμνοσπέρματος''': καὶ -σπερμος, ον, ἔχων τὸ [[σπέρμα]] γυμνόν, μὴ κεκαλυμμένον ὑπὸ θήκης ἢ κελύφους, Θεόγρ. Ι.Φ.1.11,2 καὶ 3· πρβλ. [[γυμνόκαρπος]].
|lstext='''γυμνοσπέρματος''': καὶ -σπερμος, ον, ἔχων τὸ [[σπέρμα]] γυμνόν, μὴ κεκαλυμμένον ὑπὸ θήκης ἢ κελύφους, Θεόγρ. Ι.Φ.1.11,2 καὶ 3· πρβλ. [[γυμνόκαρπος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot. [[gimnospermo]], e.e. [[que tiene las semillas al descubierto]] op. [[ἐναγγειόσπερμος]] de ciertas plantas, Thphr.<i>HP</i> 1.11.2, 7.3.2, 8.4.1.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνοσπέρματος Medium diacritics: γυμνοσπέρματος Low diacritics: γυμνοσπέρματος Capitals: ΓΥΜΝΟΣΠΕΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: gymnospérmatos Transliteration B: gymnospermatos Transliteration C: gymnospermatos Beta Code: gumnospe/rmatos

English (LSJ)

and γυμνό-σπερμος, ον,

   A having the seed with no apparent pericarp, Thphr.HP1.11.2 and 3.

German (Pape)

[Seite 510] u. γυμνόσπερμος, mit bloßliegendem, von keiner Hülfe umgebenem Saamen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνοσπέρματος: καὶ -σπερμος, ον, ἔχων τὸ σπέρμα γυμνόν, μὴ κεκαλυμμένον ὑπὸ θήκης ἢ κελύφους, Θεόγρ. Ι.Φ.1.11,2 καὶ 3· πρβλ. γυμνόκαρπος.

Spanish (DGE)

-ον
bot. gimnospermo, e.e. que tiene las semillas al descubierto op. ἐναγγειόσπερμος de ciertas plantas, Thphr.HP 1.11.2, 7.3.2, 8.4.1.