ἰχθυολύμης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυολύμης''': λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.
|lstext='''ἰχθυολύμης''': λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.
}}
{{bailly
|btext=ους (ὁ) :<br />fléau des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[λύμη]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠολύμης Medium diacritics: ἰχθυολύμης Low diacritics: ιχθυολύμης Capitals: ΙΧΘΥΟΛΥΜΗΣ
Transliteration A: ichthyolýmēs Transliteration B: ichthyolymēs Transliteration C: ichthyolymis Beta Code: i)xquolu/mhs

English (LSJ)

[λῡ], ου, ὁ,

   A plague of fish, Com. epith. of a fish-eater, Ar.Pax 814.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυολύμης: λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
fléau des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, λύμη.