θυοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(CSV import) |
(17) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=quoskopi/a | |Beta Code=quoskopi/a | ||
|Definition=ἡ,= <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">haruspicina</b>, used as etym. of <b class="b3">Θοῦσκος</b>, Lyd.<span class="title">Mag.Prooem.</span></span> | |Definition=ἡ,= <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">haruspicina</b>, used as etym. of <b class="b3">Θοῦσκος</b>, Lyd.<span class="title">Mag.Prooem.</span></span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i>Θοῡσκος</i>, στον Ιω. Λυδό)<br />η μαντευτική που γίνεται με την [[παρατήρηση]] και [[μελέτη]] τών εντοσθίων τών θυμάτων, η [[ιεροσκοπία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,=
A haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.
Greek Monolingual
θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.