λιθώδης: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[λιθώδης]], -ῶδες) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]] («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] πέτρες, [[πετρώδης]] («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[άπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιθωδῶς</i> (Α)<br />όπως οι πέτρες. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.
German (Pape)
[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
Greek (Liddell-Scott)
λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM λιθώδης, -ῶδες) λίθος
1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)
2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.)
μσν.
μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος.
επίρρ...
λιθωδῶς (Α)
όπως οι πέτρες.