ὠβά: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>dor. p.</i> [[ὠβή]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>dor. p.</i> [[ὠβή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠβά:''' ἡ, στη Λακωνία, [[διαίρεση]] των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠβά Medium diacritics: ὠβά Low diacritics: ωβά Capitals: ΩΒΑ
Transliteration A: ōbá Transliteration B: ōba Transliteration C: ova Beta Code: w)ba/

English (LSJ)

ἡ, in Laconia, a local division of the Spartan people, IG5 (1).26.11 (ii/i B. C.), 27.18; οἱ νικάσαντες τὰς ὠβάς ib.675, al.; ὠ. Λιμναέων ib.688;

   A ὠβὰς ὠβάξαι Plu.Lyc.6:—cf. οὐαί· φυλαί, Hsch. (οὐᾷ (dat.) shd. perh. be read in an Inscr. from Orcistus, cf. JHS 57.247 (iii A. D.)) (prob. Cypr. or Thess.); ὤας· τὰς κώμας, Hsch. (β represents the digamma, cf. ὠγή· κώμη, Id.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠβά: ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, ὑποδιαίρεσις τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ κώμη παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, ὅθεν ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. δίγαμμα IV, Curt. σ. 535 (573).)

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dor. p. ὠβή.

Greek Monotonic

ὠβά: ἡ, στη Λακωνία, διαίρεση των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ.