ἡμίφαυλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié vaurien.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[φαῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />à moitié vaurien.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[φαῦλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίφαυλος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα [[σημείο]] [[φαύλος]], ο μισοαχρείος.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφαυλος Medium diacritics: ἡμίφαυλος Low diacritics: ημίφαυλος Capitals: ΗΜΙΦΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmíphaulos Transliteration B: hēmiphaulos Transliteration C: imifavlos Beta Code: h(mi/faulos

English (LSJ)

ον,

   A halfknavish, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.