ποδοκάκη: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />entraves de bois.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κακός]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />entraves de bois.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κακός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποδοκάκη:''' ἡ, επίσης [[ποδοκάκκη]], [[κυρίως]], όργανο βασανισμού των ποδιών, είδος ξύλου, σε Δημ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, auch ποδοκάκκη geschrieben, Fußeisen, Fußblock, wofür man später in Athen ξύλον sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοκάκη: ἡ, ὡσαύτως φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον ὄργανον δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον ξύλον, Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entraves de bois.
Étymologie: πούς, κακός.
Greek Monotonic
ποδοκάκη: ἡ, επίσης ποδοκάκκη, κυρίως, όργανο βασανισμού των ποδιών, είδος ξύλου, σε Δημ. κ.λπ.