χοροστάτης: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui forme un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἵστημι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />celui qui forme un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. [[χοροστάτις]], -ιδος, Α<br />αυτός που οδηγεί τον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[στάτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. χορο-στάτας, ου, ὁ,
A leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. χορο-στάτις, ἡ, Alcm.23.84.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χοροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui forme un chœur de danse.
Étymologie: χορός, ἵστημι.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, -ιδος, Α
αυτός που οδηγεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. πυρο-στάτης].