καιετάεις: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]].
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καιετάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[καιετός]]<br />ο [[γεμάτος]] χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιετάεις Medium diacritics: καιετάεις Low diacritics: καιετάεις Capitals: ΚΑΙΕΤΑΕΙΣ
Transliteration A: kaietáeis Transliteration B: kaietaeis Transliteration C: kaietaeis Beta Code: kaieta/eis

English (LSJ)

καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.

German (Pape)

[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.

French (Bailly abrégé)

άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.

Greek Monolingual

καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).