περιφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui brille tout autour, qui rayonne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φέγγος]].
|btext=ής, ές :<br />qui brille tout autour, qui rayonne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φέγγος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φέγγει [[ολόγυρα]], που ακτινοβολεί κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span>-<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 598] ές, ringsum strahlend, Ἥλιος, Orph. Arg. 215.

Greek (Liddell-Scott)

περιφεγγής: -ές, ὁ φέγγων ὁλόγυρα ἢ πανταχοῦ, ὁ κύκλῳ ἀκτινοβολῶν, Φίλων 1. 631., 2. 505, ἐν τῷ ὑπερθ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille tout autour, qui rayonne.
Étymologie: περί, φέγγος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φέγγει ολόγυρα, που ακτινοβολεί κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- +-φεγγής (< φέγγος)].