κτοίνα: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rhodes</i>, division territoriale équivalant au [[δῆμος]] attique.<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rhodes</i>, division territoriale équivalant au [[δῆμος]] attique.<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κτοίνα]] και κτοῑνα, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. της Ρόδου) [[υποδιαίρεση]] της φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους της Αττικής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κτῡναι ἢ κτοῑναι<br />χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ [[δῆμος]] μεμερισμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]. Ο τ. της ροδιακής διαλέκτου (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τις μορφές <i>kotona</i> ή <i>kotoina</i> «[[μέτρο]] διαίρεσης της γης», στο σύνθετο <i>kotonooko</i> = <i>κτοινοόχος</i> «[[ιδιοκτήτης]] κτοίνας» και στα παράγωγα <i>kotoneta</i> = <i>κτοινέται</i> και <i>kotonewe</i> = <i>κτοινῆFες</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτοίνα Medium diacritics: κτοίνα Low diacritics: κτοίνα Capitals: ΚΤΟΙΝΑ
Transliteration A: ktoína Transliteration B: ktoina Transliteration C: ktoina Beta Code: ktoi/na

English (LSJ)

or κτοῖνα, ἡ, (κτίζω) Rhod. name for

   A a local division, like Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also πτοίνα BCH10.261).

Greek (Liddell-Scott)

κτοίνα: ἢ κτοῖνα, ἡ, Ρόδιον ὄνομα τοπικῆς τινος διαιρέσεως ἢ διαμερίσματος, ἀναλογούσης πρὸς τὸ Ἀττ. δῆμος, Ἐπιγρ. Ροδ. ἐν ταῖς Ἐπιγραφ. τοῦ Βρεττ. Μουσείου, 2, ἀρ. 351, μετὰ τῆς σημειώσεως του κ. Newton· ― κτοινάτης, ου, ὁ, μέλος τῆς κτοίνης, ὡς τὸ Ἀττ. δημότης, αὐτόθι. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κτύναι ἢ κτοῖναι˙... δῆμος μεμερισμένος. ― Πρβλ. μάστρος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Rhodes, division territoriale équivalant au δῆμος attique.
Étymologie: κτίζω.

Greek Monolingual

κτοίνα και κτοῑνα, ἡ (Α)
επιγρ.
1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. της Ρόδου) υποδιαίρεση της φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους της Αττικής
2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι
χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίζω. Ο τ. της ροδιακής διαλέκτου (ετεροιωμένη βαθμίδα) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τις μορφές kotona ή kotoina «μέτρο διαίρεσης της γης», στο σύνθετο kotonooko = κτοινοόχος «ιδιοκτήτης κτοίνας» και στα παράγωγα kotoneta = κτοινέται και kotonewe = κτοινῆFες].