φύξιον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[φύξιος]].
|btext=ου (τό) :<br />v. [[φύξιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύξιον:''' τὸ όπως <i>φύξιμον</i>, [[μέρος]] για [[καταφύγιο]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξιον Medium diacritics: φύξιον Low diacritics: φύξιον Capitals: ΦΥΞΙΟΝ
Transliteration A: phýxion Transliteration B: phyxion Transliteration C: fyksion Beta Code: fu/cion

English (LSJ)

τό,

   A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. φύξιος.

Greek Monotonic

φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.