μικρόστομος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a une petite embouchure (vase, lampe, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[στόμα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a une petite embouchure (vase, lampe, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[στόμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρό [[στόμα]] ή μικρό [[στόμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μικρόστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.
German (Pape)
[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμα ἢ ἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].