Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(Bailly1_5)
(42)
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὑλακτέω]].
|btext=<i>c.</i> [[ὑλακτέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ὑλάσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑλάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑλά</i>-<i>κ</i>-<i>jω</i>) [[είναι]] παρλλ. τ. του [[ὑλάω]], -<i>ῶ</i>, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- (για τον σχηματισμό του ρ. <b>πρβλ.</b> <i>ὑλακτῶ</i>, [[ὑλακή]], [[ὑλαγμός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1176] = Vorigem, Chariton.

French (Bailly abrégé)

c. ὑλακτέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
ὑλάσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< ὑλά-κ-) είναι παρλλ. τ. του ὑλάω, -, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση -κ- (για τον σχηματισμό του ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)].