εὔπτορθος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles <i>ou</i> nombreuses branches.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πτόρθος]].
|btext=ος, ον :<br />aux belles <i>ou</i> nombreuses branches.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πτόρθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔπτορθος]], -ον (Α)<br />(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πτόρθος]] «[[κλαδί]]»].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπτορθος Medium diacritics: εὔπτορθος Low diacritics: εύπτορθος Capitals: ΕΥΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: eúptorthos Transliteration B: euptorthos Transliteration C: eyptorthos Beta Code: eu)/ptorqos

English (LSJ)

ον,

   A finely branching, of horns, APl.4.96.4.

German (Pape)

[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.

Greek Monolingual

εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].