τρίχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois cordes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χορδή]].
|btext=ος, ον :<br />à trois cordes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χορδή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχορδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] χορδές<br /><b>2.</b> (τα ουδ. ως ουσ.) <i>το τρίχορδο</i><br />μουσικό όργανο με [[τρεις]] χορδές, η [[πανδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>χορδος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίχορδος Medium diacritics: τρίχορδος Low diacritics: τρίχορδος Capitals: ΤΡΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: tríchordos Transliteration B: trichordos Transliteration C: trichordos Beta Code: tri/xordos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A of or with three strings, βάρβιτος Anaxil.15 (but Poll.4.60 gives -χορδον as the name of the instrument); τρίχορδα (sc. ποιήματα) Plu.2.1137b (ὀλιγόχορδα cj. Volkmann).

German (Pape)

[Seite 1150] dreisaitig, von, mit drei Saiten, βάρβιτος, Anaxil. bei Ath. IV, 183 b; τὸ τρίχορδον, ein mit drei Saiten bezogenes Tonwerkzeug, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχορδος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· λύρα Πλούτ. 2. 1137Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois cordes.
Étymologie: τρεῖς, χορδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχορδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις χορδές
2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδο
μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. τετρά-χορδος].