ὄγδοος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(Bailly1_4)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />huitième.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]].
|btext=η, ον :<br />huitième.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ὄγδοος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[eighth]] παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει [[μέρος]] Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου [[τοῦ]] πρώτου Σ.) (P. 4.65)
}}
}}

Revision as of 12:20, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄγδοος Medium diacritics: ὄγδοος Low diacritics: όγδοος Capitals: ΟΓΔΟΟΣ
Transliteration A: ógdoos Transliteration B: ogdoos Transliteration C: ogdoos Beta Code: o)/gdoos

English (LSJ)

η, ον,

   A eighth, Il.7.223, etc. ; ὀγδόη (sc. ἡμέρα), ὀγδόῃ τῆς πρυτανείας IG12.374.416 ; ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Plu.Thes.36. [ὄγδοον as disyll., Od.7.261 = 14.287 (s. v. l.) : ὄγδος late spelling in Ostr.922, etc.]

German (Pape)

[Seite 290] der achte, Hom. ll. 7, 223 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὄγδοος: -η, -ον, (ἴδε ἐν λέξ. ὀκτώ), ὡς καί νῦν, Λατιν. octavus, Ὅμ., κλ.: ὀγδόη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Πλουτ. Θησ. 36. [ὄγδοον ὡς δισύλλ., Ὀδ. Η. 261]. - Ὄγδοος, μὴν Φωκέων, ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Ἡρακλείῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 82. 222.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
huitième.
Étymologie: ὀκτώ.

English (Slater)

ὄγδοος
   1eighth παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου τοῦ πρώτου Σ.) (P. 4.65)