μετόπιν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i> ;<br /><i>c.</i> [[μετόπισθε]].
|btext=<i>adv.</i> ;<br /><i>c.</i> [[μετόπισθε]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μετόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μετόπισθεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>οπι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὄπι</i>-<i>σθεν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ν</i> (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>όπιν</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπῐν Medium diacritics: μετόπιν Low diacritics: μετόπιν Capitals: ΜΕΤΟΠΙΝ
Transliteration A: metópin Transliteration B: metopin Transliteration C: metopin Beta Code: meto/pin

English (LSJ)

Adv.,

   A = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.

German (Pape)

[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.

French (Bailly abrégé)

adv. ;
c. μετόπισθε.

Greek Monolingual

μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ-όπιν].