χειμαρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χείμαρρος]].
|btext=ης, ες :<br />semblable à un torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χείμαρρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χειμαρρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους</i> / [[χείμαρρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[ορμητικός]] σαν [[χείμαρρος]] (α. «[[είναι]] [[χειμαρρώδης]] στις αντιδράσεις του» β. «[[χειμαρρώδης]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ευφράδης («[[χειμαρρώδης]] [[ρήτορας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρέει σαν [[χείμαρρος]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμαρρώδης Medium diacritics: χειμαρρώδης Low diacritics: χειμαρρώδης Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: cheimarrṓdēs Transliteration B: cheimarrōdēs Transliteration C: cheimarrodis Beta Code: xeimarrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.

Greek (Liddell-Scott)

χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un torrent.
Étymologie: χείμαρρος. {{grml |mltxt=-ες / χειμαρρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους / χείμαρρος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος»)
2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας»)
αρχ.
αυτός που ρέει σαν χείμαρρος. }}