πάνετες: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />durant toute l’année.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἔτος]].
|btext=<i>adv.</i><br />durant toute l’année.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἔτος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ολόκληρου του έτους, [[ολοχρονίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετες</i>, ουδ. του -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>ετες</i>,, <i>τρί</i>-<i>ετες</i>. <i>Ο</i> [[αναβιβασμός]] του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. [[χρήση]] του τ.].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνετες Medium diacritics: πάνετες Low diacritics: πάνετες Capitals: ΠΑΝΕΤΕΣ
Transliteration A: pánetes Transliteration B: panetes Transliteration C: panetes Beta Code: pa/netes

English (LSJ)

Adv., (ἔτος)

   A all the year long, Pi.P.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

πάνετες: Ἐπίρρ. (ἔτος) ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, Πινδ. Π. 1. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 338.

French (Bailly abrégé)

adv.
durant toute l’année.
Étymologie: πᾶν, ἔτος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, ολοχρονίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ετες, ουδ. του -ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά-ετες,, τρί-ετες. Ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση του τ.].