ἐκθειόω: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>-ειῶ;<br />diviniser, mettre au rang des dieux <i>ou</i> des choses divines.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θειόω]]. | |btext=<span class="bld">1</span>-ειῶ;<br />diviniser, mettre au rang des dieux <i>ou</i> des choses divines.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θειόω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[venerar como divino]], [[considerar divino]] αὑτούς Ph.1.247, cf. 2.211, τὴν ἑκατέρου τῶν κόσμων φύσιν Ph.1.431, μυρία πλήθη ψευδωνύμων (θεῶν) Ph.2.181, τὰς τέσσαρας ἀρχάς Ph.2.189, τοὺς ζωγράφους ... καὶ ἀνδριαντοποιούς Ph.2.192, ζῷα, κύνας, αἰλούρους, λύκους Ph.2.194, οἱ μὲν τὸν λογισμόν, οἱ δ' ἑκάστην τῶν αἰσθήσεων Ph.2.264, en v. pas. Δίκην ... καὶ Θέμιν καὶ Νέμεσιν ... [[ἀποχρώντως]] ἐκτεθειῶσθαι D.H.2.75, cf. Plu.2.856d; cf. [[ἐκθεόω]].<br /><br />alquim. [[desazufrar]] en v. pas. ἐξ ἐλαίου ἐκθειουμένης ἕψοντες Zos.Alch.147.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
(A),
A make a god of, worship as such, Pass., ἐκτεθειῶσθαι to be deified, D.H.2.75 ; ταῖς τιμαῖς Plu.2.856e.
ἐκθει-όω (B),
A desulphurate, Zos.Alch.p.147 B.
German (Pape)
[Seite 760] vergöttern, göttlich verehren; Dion. Hal. 2, 75; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθειόω: θεοποιῶ τι, λατρεύω τι ὡς θεόν, Πλούτ. 2. 856 D· - παθ., θεοποιοῦμαι, Διον. Ἁλ. 2. 75.
French (Bailly abrégé)
1-ειῶ;
diviniser, mettre au rang des dieux ou des choses divines.
Étymologie: ἐκ, θειόω.
Spanish (DGE)
venerar como divino, considerar divino αὑτούς Ph.1.247, cf. 2.211, τὴν ἑκατέρου τῶν κόσμων φύσιν Ph.1.431, μυρία πλήθη ψευδωνύμων (θεῶν) Ph.2.181, τὰς τέσσαρας ἀρχάς Ph.2.189, τοὺς ζωγράφους ... καὶ ἀνδριαντοποιούς Ph.2.192, ζῷα, κύνας, αἰλούρους, λύκους Ph.2.194, οἱ μὲν τὸν λογισμόν, οἱ δ' ἑκάστην τῶν αἰσθήσεων Ph.2.264, en v. pas. Δίκην ... καὶ Θέμιν καὶ Νέμεσιν ... ἀποχρώντως ἐκτεθειῶσθαι D.H.2.75, cf. Plu.2.856d; cf. ἐκθεόω.
alquim. desazufrar en v. pas. ἐξ ἐλαίου ἐκθειουμένης ἕψοντες Zos.Alch.147.15.