κυρίως: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en maître, avec autorité;<br /><b>2</b> avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;<br /><b>3</b> dans le sens propre, proprement.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en maître, avec autorité;<br /><b>2</b> avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;<br /><b>3</b> dans le sens propre, proprement.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κυρίως]])<br /><b>βλ.</b> [[κύριος]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρίως Medium diacritics: κυρίως Low diacritics: κυρίως Capitals: ΚΥΡΙΩΣ
Transliteration A: kyríōs Transliteration B: kyriōs Transliteration C: kyrios Beta Code: kuri/ws

English (LSJ)

Adv. of κύριος,

   A like a lord or master, with full authority, τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137; κ. ζημιοῦν Arist.Ath.3.6, SIG1004.11 (Oropus, iv B.C.).    II surely, by fixed decree, A.Ch.785 (lyr.).    2 regularly, lawfully, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Id.Ag.178 (lyr.), Is.7.26; κ. γίγνεσθαι Pl.Lg.925c; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, S.Ph.63; δόντος τοῦ πατρός D.36.32.    III precisely, exactly, διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c.    IV properly, πρώτως καὶ κ. Arist.EN1157a31; τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι] Id.de An.412b9; esp. of words, in the proper sense, opp. μεταφορᾷ or κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.Top.123a35, cf. 139b36; κ. λέγεσθαι Id.Metaph.1015a14, cf. Str. 3.5.5, Phld.Po.5.19, etc.; ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1; properly speaking, D.T.632.23: Comp. -ώτερον, λέγεσθαι Arist.EN 1098a6: Sup. -ώτατα, λέγεσθαι Id.Cat.14a27.    V in a special (i.e. exceptional) sense, Olymp.in Mete.306.29.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρίως: Ἐπίρρ. τοῦ κύριος, ὡς κύριοςδεσπότης, μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, ὁμαλῶς, νομίμως, προσηκόντως, διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, ἰσχύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ πρώτως Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― ὡσαύτως, κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en maître, avec autorité;
2 avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;
3 dans le sens propre, proprement.
Étymologie: κύριος.

Greek Monolingual

(AM κυρίως)
βλ. κύριος.