μυριόναυς: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ναος (ὁ, ἡ)<br />aux vaisseaux innombrables.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ναῦς]]. | |btext=ναος (ὁ, ἡ)<br />aux vaisseaux innombrables.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ναῦς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριόναυς]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποτελείται από αναρίθμητα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναῦς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιπό</i>-[[ναυς]], <i>χιλιό</i>-[[ναυς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
αος, ὁ, ἡ,
A with countless ships, ἄρης AP7.237 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 219] αος, mit zehntausend, mit unzählig vielen Schiffen, Ξέρξου Ἄρης, Philp. 81 (VII, 237).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόναυς: -αος, ὁ, ἡ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἀναριθμήτων νεῶν, μυριόναυν ἄρην Ἀνθ. Π. 7. 237.
French (Bailly abrégé)
ναος (ὁ, ἡ)
aux vaisseaux innombrables.
Étymologie: μυρίοι, ναῦς.
Greek Monolingual
μυριόναυς, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποτελείται από αναρίθμητα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ναῦς (πρβλ. λιπό-ναυς, χιλιό-ναυς)].