ἀθαλής: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀθαλλής]].
|btext=<i>c.</i> [[ἀθαλλής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), λέγεται για τη [[δάφνη]], μη [[πράσινος]], [[ξερός]], αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθᾰλής Medium diacritics: ἀθαλής Low diacritics: αθαλής Capitals: ΑΘΑΛΗΣ
Transliteration A: athalḗs Transliteration B: athalēs Transliteration C: athalis Beta Code: a)qalh/s

English (LSJ)

or ἀθαλλής, ές, of the laurel,

   A not verdant, withered, Plu. Pomp.31, Orac. ap. Ath.12.524b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθαλής: ἢ ἀθαλλής, ές, περὶ δάφνης, μὴ θάλλων, ἐξηραμένος, Πλουτ. Πομπ. 31. Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Β.

French (Bailly abrégé)

c. ἀθαλλής.

Greek Monotonic

ἀθᾰλής: -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ξερός, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ.