καθάρεσις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(7) |
(18) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kaqa/resis | |Beta Code=kaqa/resis | ||
|Definition=εως, ἡ, perh. Dor. for <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> καθάρισις, στέγας <span class="title">IG</span>4.1484.293 (Epid.).</span> | |Definition=εως, ἡ, perh. Dor. for <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> καθάρισις, στέγας <span class="title">IG</span>4.1484.293 (Epid.).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθάρεσις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> πιθ. δωρ. τ. [[αντί]] [[καθάρισις]] («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν [[είναι]] εσφ. [[ανάγνωση]] [[αντί]] [[καθαίρεσις]], [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, perh. Dor. for
A καθάρισις, στέγας IG4.1484.293 (Epid.).
Greek Monolingual
καθάρεσις, -ιος, ἡ (Α)
επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση.