ἁλωεινός: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de grange, propre aux travaux de la grange.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλως]]. | |btext=ή, όν :<br />de grange, propre aux travaux de la grange.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁλωεινός:''' -ή, -όν ([[ἅλως]]), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το [[αλώνι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 113] zur Tenne, ἅλως, gehörig, ἵπποι, die das Getreide austreten, Secund. 2 (IX, 301).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωεινός: -ή, -όν, (ἅλως) ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ἁλώνιον, ἵπποι, Ἀνθ. Π. 9. 301.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de grange, propre aux travaux de la grange.
Étymologie: ἅλως.
Greek Monotonic
ἁλωεινός: -ή, -όν (ἅλως), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το αλώνι, σε Ανθ.