ἀντάλλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> échange;<br /><b>2</b> réconciliation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνταλλάσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> échange;<br /><b>2</b> réconciliation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνταλλάσσω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo que es dado o tomado a cambio]] c. gen. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀ. γενναίου φίλου es absurdo preferir la masa a un amigo noble</i> E.<i>Or</i>.1157, φίλου πιστοῦ οὐκ ἔστι ἀ. LXX <i>Si</i>.6.15, ἢ τί δώσει [[ἄνθρωπος]] ἀ. τῆς ψυχῆς; <i>Eu.Matt</i>.16.26, cf. Ph.<i>Fr</i>.p.110, καὶ προσελήφθη τὰ ἔθνη καὶ γεγόνασιν ἀ. τοῦ Ἰσραήλ Cyr.Al.M.70.885D, (ἵνα) λάβῃ τε ἀ. τοῦ πεπτωκότος τὸν Χριστόν Gr.Naz.M.37.470A, δοὺς ἑαυτὸν ἀ. τοῦ σοῦ θανάτου Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.9<br /><b class="num">•</b>c. prep. c. gen. τὸ τίμιον [[αἷμα]] Χριστοῦ τὸ ... ἀ. ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς Ath.Al.M.27.253B<br /><b class="num">•</b>abs. τὴν τῆς οἰκουμένης ἡγεμονίαν ἀ. κρίνοι I.<i>BI</i> 1.355, <i>AI</i> 14.484, cf. ἀ.· ἀνθόμοιον Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντάλλᾰγμα Medium diacritics: ἀντάλλαγμα Low diacritics: αντάλλαγμα Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: antállagma Transliteration B: antallagma Transliteration C: antallagma Beta Code: a)nta/llagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, E.Or.1157, cf. LXXJb.28.15, al.; τῆς ψυχῆς Ev.Matt.16.26, cf. Ph.Fr.110H.

German (Pape)

[Seite 243] τό, das Um-, Eingetauschte, ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντ. γενναίου φίλου Eur. Or. 1157; im N. T. Lösegeld.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάλλαγμα: -ατος, τὸ πρὸς ἀνταλλαγὴν διδόμενον ἢ λαμβανόμενον, ἀντ. γενναίου φίλου, ἀντὶ γενναίου φίλου, Εὐρ. Ὀρ. 1157, πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ κη΄, 15, καὶ ἀλλαχοῦ)· τὶ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὑτοῦ = λύτρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 échange;
2 réconciliation.
Étymologie: ἀνταλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo que es dado o tomado a cambio c. gen. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀ. γενναίου φίλου es absurdo preferir la masa a un amigo noble E.Or.1157, φίλου πιστοῦ οὐκ ἔστι ἀ. LXX Si.6.15, ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀ. τῆς ψυχῆς; Eu.Matt.16.26, cf. Ph.Fr.p.110, καὶ προσελήφθη τὰ ἔθνη καὶ γεγόνασιν ἀ. τοῦ Ἰσραήλ Cyr.Al.M.70.885D, (ἵνα) λάβῃ τε ἀ. τοῦ πεπτωκότος τὸν Χριστόν Gr.Naz.M.37.470A, δοὺς ἑαυτὸν ἀ. τοῦ σοῦ θανάτου Gr.Nyss.Eun.3.9.9
c. prep. c. gen. τὸ τίμιον αἷμα Χριστοῦ τὸ ... ἀ. ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς Ath.Al.M.27.253B
abs. τὴν τῆς οἰκουμένης ἡγεμονίαν ἀ. κρίνοι I.BI 1.355, AI 14.484, cf. ἀ.· ἀνθόμοιον Hsch.