κάλλαϊς: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(18)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[κάλαϊς]].
|btext=<i>c.</i> [[κάλαϊς]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κάλαϊς]], η (Α [[κάλλαϊς]] και [[κάλαϊς]])<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] γλαυκοπράσινου χρώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] άμορφο με [[χρώμα]] γαλάζιο ή πράσινο, κν. [[περουζές]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόκορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλάινος]]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαϊς Medium diacritics: κάλλαϊς Low diacritics: κάλλαϊς Capitals: ΚΑΛΛΑΪΣ
Transliteration A: kállaïs Transliteration B: kallais Transliteration C: kallais Beta Code: ka/llai+s

English (LSJ)

   A v. κάλα-.

French (Bailly abrégé)

c. κάλαϊς.

Greek Monolingual

και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].