ἐπεισπηδάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’élancer dans pour tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπηδάω]].
|btext=-ῶ :<br />s’élancer dans pour tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπηδάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] πάνω σε, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπηδάω Medium diacritics: ἐπεισπηδάω Low diacritics: επεισπηδάω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΗΔΑΩ
Transliteration A: epeispēdáō Transliteration B: epeispēdaō Transliteration C: epeispidao Beta Code: e)peisphda/w

English (LSJ)

   A leap in upon, τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64; τῷ ἄρχειν usurp, Philostr.VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq.363, D.47.56, D.C.67.17.

German (Pape)

[Seite 912] noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπηδάω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ ἐντός, τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer dans pour tomber sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπηδάω.

Greek Monotonic

ἐπεισπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ πάνω σε, εἴς τι, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.